- βότσε
- [ιταλ. voce = φωνή]ως μουσικός όρος «μέτζα βότσε» (mezza voce)τραγουδώντας ημιφώνως, δηλ. με υπόκωφο ήχο ή εκτελώντας με μισό ήχο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σότο — και σόττο Ν επίρρ. 1. κάτω, από κάτω 2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση 3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή β) «σότο βέντο» ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα γ) «σότο παλάνγκο» ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης τού φορτίου είναι … Dictionary of Greek
Φόλγκορε, Λουτσιάνο — (Fόlgore, Ρώμη 1888 – 1966). Ψευδώνυμο του Ιταλού ποιητή και διηγηματογράφου Oμήρου Βέκι. Ήταν συνεργάτης των περιοδικών Λατσέρμπα και Βότσε. Υιοθέτησε στην αρχή τον φουτουρισμό με μερικές συλλογές στίχων. Από τα ποιητικά του έργα ξεχωρίζουν: Το… … Dictionary of Greek